αποτράβηγμα

αποτράβηγμα
το, -ατος
απομάκρυνση, απόσυρση: Έβλεπε κι ο ίδιος πως το αποτράβηγμά του από την παρέα αυτή κάθε μέρα γινόταν δυσκολότερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποτράβηγμα — το 1. το να αποτραβιέται κανείς από κάτι, η απομάκρυνση 2. η έκταση, το τέντωμα …   Dictionary of Greek

  • αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • απόσυρση — η το αποτράβηγμα, η ανάκληση: Η απόσυρση μιας μήνυσης χρειάζεται κάποια διαδικασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”